Παρασκευή 31 Ιανουαρίου 2014

Οι Τρεις Ιεράρχες




Η Εκκλησία μας τιμάει στις 30 Ιανουαρίου τους τρεις μεγάλους Ιεράρχες:
Βασίλειο το Μέγα, Γρηγόριο το Θεολόγο και Ιωάννη το Χρυσόστομο.
Τους «τρεις μεγίστους φωστήρες της Τρισηλίου Θεότητος», οι οποίοι ερμήνευσαν το Ευαγγέλιο του Χριστού, διέδωσαν το λόγο της Αλήθειας, μελέτησαν τις ανθρώπινες επιστήμες σε μεγάλο βαθμό και πάλεψαν με όλες τους τις δυνάμεις για τα ανθρώπινα δικαιώματα: πνευματικά, προσωπικά, κοινωνικά, οικονομικά.

ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ Ο ΜΕΓΑΣ


Γεννήθηκε στην Νεοκαισάρεια του Πόντου, το 330 μ.Χ., αλλά μεγάλωσε στην Καισάρεια της Καππαδοκίας.
 Προερχόταν από πολύτεκνη και αγία οικογένεια. Στην Κωνσταντινούπολη σπούδασε κοντά στον ξακουστό εθνικό φιλόσοφο Λιβάνιο.
Οι σπουδές του συνεχίστηκαν στην Νικομήδεια και την Αθήνα, ενώ διέπρεψε και ως δικηγόρος για πέντε χρόνια στην Καισάρεια.
 Υπήρξε σοφός και πολυγραφότατος. Γνώριζε καλά κάθε επιστήμη της εποχής του. Βαπτίστηκε σε ηλικία 30 ετών, δημιούργησε τους κανόνες του κοινοβιακού μοναχισμού, ασκήτεψε παρά τον Ίρι ποταμό μαζί με τον Γρηγόριο το Ναζιανζηνό, χειροτονήθηκε πρεσβύτερος από τον Ευσέβιο Καισαρείας, και μετά τον Μ. Αθανάσιο ήταν αυτός ο κύριος αντιμέτωπος των οπαδών του Αρείου, οι οποίοι δεν πίστευαν στη θεότητα του Χριστού.
Πολέμησε τη φτώχεια και αδικία, ευαισθητοποίησε τους πλουσίους υπέρ της φιλανθρωπίας (ιδιαίτερα στην μεγάλη πείνα του 367-368) και δημιούργησε τη Βασιλειάδα, μια πόλη-θαύμα ανθρωπιάς, μέσα στην οποία ζούσαν και τρέφονταν 30.000 πεινασμένοι, ορφανοί, ηλικιωμένοι, ασθενείς και πονεμένοι άνθρωποι κάθε ηλικίας.
«Κοιμήθηκε»στα 49 του χρόνια, μετά από ζωή εξαντλητικής νηστείας και προσφοράς, στα τέλη του 378 μ.Χ.


ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ Ο ΝΑΖΙΑΝΖΗΝΟΣ



 Γεννήθηκε το 329 μ.Χ. σε ένα χωριό (Αριανζό) κοντά στην Ναζιανζό της Καππαδοκίας.
 Ονομάστηκε «μέγας» και «Θεολόγος» για την μεγάλη του λογοτεχνική και εκκλησιαστική προσφορά, αλλά και για την αγιότητά του.
Μας άφησε 408 ποιήματα, 18.000 περίπου στίχων, μεγάλης ποιότητας και μεγαλείου.
 Σπούδασε 13 ολόκληρα χρόνια (στην Καισάρεια Καππαδοκίας, στην Καισάρεια Παλαιστίνης, στην Αλεξάνδρεια και την Αθήνα), τη φιλολογία, τη φιλοσοφία, τα νομικά, την αριθμητική και γεωμετρία, τη μουσική.
 Έμεινε ιστορική η φιλία του με τον Μ. Βασίλειο, ο οποίος μάλιστα τον χειροτόνησε επίσκοπο Σασίμων στα 43 του χρόνια.
Στον Ίρι ποταμό μελέτησε βαθειά τη φύση, τον εαυτό του, τα έργα του Ωριγένη και την Αγία Γραφή.
 Όταν η Κωνσταντινούπολη είχε πέσει στα χέρια των Αρειανών, εκφώνησε 5 Θεολογικούς Λόγους που έμειναν στην ιστορία, αν και κινδύνευε η ζωή του από τις εχθρικές ενέργειες εναντίον του. 
  Τα έβαλε ακόμη και με τους νόμους της εποχής του που μείωναν την αξία και την ισότητα των γυναικών, επειδή όπως κήρυττε, «άντρες οι νομοθετούντες, γι’ αυτό κατά των γυναικών η νομοθεσία». 
 Όταν ορισμένοι ζήλεψαν τη δόξα του και τον φθόνησαν, δεν δίστασε να παραιτηθεί από αρχιεπίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως.


ΙΩΑΝΝΗΣ Ο ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ





Γεννήθηκε στην Αντιόχεια της Συρίας μεταξύ 344 και 354 μ.Χ.
Η μητέρα του, Ανθούσα, φρόντισε για την ανατροφή του μετά τον θάνατο του πατέρα του.
Έγινε ο πιο σοφός της εποχής του, μόνασε στην Αντιόχεια, εξελίχθηκε σε ακαταπόνητο κοινωνικό εργάτη και μοναδικό εκκλησιαστικό ρήτορα. 
Καθημερινά συντηρούσε φιλανθρωπικά 3.000 άτομα, ενώ στην Κωνσταντινούπολη αργότερα 7.000!
Σώζονται γύρω στις 1.000 ομιλίες του και τα έργα του στην ερμηνεία της Αγίας Γραφής καλύπτουν πολλούς ογκώδεις τόμους.
Αρχές του 398 μ.Χ. χειροτονήθηκε αρχιεπίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως. Επειδή ήταν σταθερός και ευθύς στις απόψεις του, και δεν δίσταζε να ελέγχει ακόμη και τους άρχοντες, ενόχλησε θρησκευτικούς και πολιτικούς παράγοντες, καθώς και αρκετούς πλούσιους, τους οποίους έλεγχε για τη σκληρότητά τους. Όλοι αυτοί κατάφεραν να τον εξορίσουν.
Αν και επέστρεψε και αποκαταστάθηκε πανηγυρικά  από σύνοδο, εξορίστηκε εκ νέου, το 404 μ.Χ. και υπέφερε καθ’ οδόν στα βάθη της Μ. Ασίας. 
Στα Κόμανα του Πόντου, το 407, στο ναό του Αγίου Βασιλίσκου, κοινώνησε για τελευταία φορά και παρέδωσε το πνεύμα του στον Χριστό που τόσο αγάπησε, με τα λόγια : «Δόξα τω Θεώ πάντων ένεκεν».


Η καθιέρωση της γιορτής

Η εορτή των Τριών Ιεραρχών καθιερώνεται στα μέσα του 11ου αιώνα και στα χρόνια του Κωνσταντίνου Θ' Μονομάχου ή του Αλέξιου Α΄Κομνηνού από τον μητροπολίτη Ευχαΐτων  Ιωάννη Μαυρόποδα ο οποίος συνέθεσε τμήμα τουλάχιστον της ακολουθίας για τους τρεις αγίους της Εκκλησίας. 
Στην ακολουθία ο Μαυρόπους υμνεί τη σημασία του έργου και την ποιότητα της δράσης τους και τονίζει τη σχέση της τριανδρίας με τον τριαδικό Θεό για την Ορθόδοξη Εκκλησία.
Οι διαδικασίες καθιέρωσης της εορτής ως εκπαιδευτικής συνδέονται με το Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών όταν σε συνεδρίαση του Ακαδημαϊκού Συμβουλίου, στις 9 Αυγούστου του 1841 η οποία πραγματοποιήθηκε με αφορμή τον θάνατο του Δημήτριου Μαυροκορδάτου, καθηγητή του ιδρύματος, και δωρεάς της οικίας του θανόντος, από τον πατέρα του, στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, θέλησαν να τον τιμήσουν. Τελικά προκρίθηκε η καθιέρωση μνημοσύνου υπέρ των ευεργετών του Πανεπιστημίου κατά την εκκλησιαστική εορτή των Τριών Ιεραρχών.
Ο πρώτος εορτασμός-μνημόσυνο πραγματοποιήθηκε στις 30 Ιανουαρίου 1842.
 Η πραγματική θεσμοθέτηση της εορτής όμως θα καθυστερήσει: θα πραγματοποιηθεί το 1911 όταν το ανώτατο αυτό ακαδημαϊκό ίδρυμα θα αποκτήσει τον καινούργιο οργανισμό του και μέσα σ΄ αυτόν θα προσδιορίσει και τις εορτές του.

Τι πίστευαν για την Παιδεία

Τα βασικά στοιχεία της αληθινής παιδείας για τους Τρεις Ιεράρχες είναι:

Η αγάπη, η ελευθερία και ο σεβασμός του ανθρώπινου

 προσώπου.

 Και οι τρεις τονίζουν πως η σχέση παιδαγωγού μαθητή

 είναι μια σχέση ελευθερίας και δημιουργίας. 

Ο διάλογος είναι το καλύτερο μέσο για να επιτευχθεί ο 

σκοπός της αγωγής. Η εξουσία και ο δογματισμός όχι 

μόνο δείχνουν έλλειψη αγάπης, αλλά και δε φέρνουν 

κανένα ουσιαστικό αποτέλεσμα. Ο εκπαιδευτικός 

οφείλει πρώτιστα να σέβεται το δώρο της ελευθερίας 

που χάρισε ο δημιουργός στα παιδιά και να μη 

φυλακίζει τις ανησυχίες τους, αλλά να ανοίγει 

δρόμους.


Η παιδεία για να είναι πετυχημένη πρέπει να μιλά στις 

ψυχές, να τις κάνει να χαίρονται, να ονειρεύονται, να 

δημιουργούν. Να είναι όπως προτείνουν οι Τρεις 

Ιεράρχες «δρόμος απελευθέρωσης και όχι διαδικασία 

εξαναγκασμού και ανελευθερίας».

 Αν θέλουμε να τιμήσουμε τους Τρεις Ιεράρχες δε χρειάζεται να το κάνουμε μέσα από τυπικές γιορτές.


Απαιτείται μελέτη του έργου τους, της προσφοράς 

τους, αλλά κυρίως η μίμηση της στάσης ζωής τους.






Το Απολυτίκιο των Τριών Ιεραρχών

Τούς τρεῖς μεγίστους φωστῆρας τῆς Τρισηλίου

θεότητος, τούς τήν οἰκουμένην ἀκτῖσι δογμάτων θείων

 πυρσεύσαντας, τούς μελιῤῥύτους ποταμούς τῆς 

σοφίας, τούς τήν κτίσιν πᾶσαν θεογνωσίας νάμασι 

καταρδεύσαντας, Βασίλειον τόν μέγαν, καί τόν

 Θεολόγον Γρηγόριον, σύν τῷ κλεινῷ Ἰωάννη, τῷ τήν 

γλῶτταν χρυσοῤῥήμονι, πάντες οἱ τῶν λόγων αὐτῶν 

ἐρασταί, συνελθόντες ὕμνοις τιμήσωμεν· 

αὐτοί γάρ τῇ

 Τριάδι, ὑπέρ ὑμῶν ἀεί πρεσβεύουσιν.







Πηγές:
www.pi-schools.gr/lessons/religious/analekta/100.do
el.wikipedia.org/wiki/Τρεις_Ιεράρχες


www.paterikiorthodoxia.com/

Τετάρτη 29 Ιανουαρίου 2014

Η ΑΚΡΟΠΟΛΗ




Εσύ 'σαι, που κορόνα σου φορείς το Βράχο;
Εσύ 'σαι, Βράχε, που το ναό κρατάς, κορόνα της κορόνας;
Ναέ, και ποιος να σ' έχτισε μες στους ωραίους ωραίο,
για την αιωνιότητα με κάθε χάρη Εσένα;
Σ' εσέ αποκάλυψη ο ρυθμός, κάθε γραμμή και Μούσα·
λόγος το μάρμαρο έγινε κι η ιδέα τέχνη, και ήρθες
στη χώρα τη θαυματουργή, που τα στοχάζεται όλα
με τη βοήθεια των Ωρών* των καλομετρημένων,
ήρθες απάνου απ” τους λαούς κι απάνου απ” τις θρησκείες,
κυκλώπειε, λυγερόκορμε και σα ζωγραφισμένε.
[…]
Ναέ, τα θέμελά σου εσέ δεν είναι ριζωμένα,
σα να τη 'γγίξαν τρίσβαθα την 
τέλειωση* του κόσμου,
μηδέ το μέτωπό σου εσέ πάει πέρα από τα 
γνέφια*,
σαν πυραμίδας κολοσσός απάνου σ” ερμοτόπι της Αφρικής.
Ανάλαφρα κρατάν εσέ στου αέρα
τη διαφανάδα τη γλαυκή των 
Oλυμπίων* τα χέρια.
Κι η αρχοντική κορφή σου εσέ δίχως 
θρασά* να πάει
για να χαθεί στ' απέραντα που μάτι δεν τη φτάνει,
το Πνεύμα προς τ' απέραντα ξέρει απαλό και φέρνει.
Εσένα δε σε χτίσανε τυραγνισμένων 
όχλοι*,
καματερά* ανθρωπόμορφα, σπρωγμένα απ” τη βουκέντρα*
φαρμακερά κι αλύπητα, δυνάστη αιματοπότη.
Εσένα με το λογισμό κι εσέ με το τραγούδι
σε υψώσαν των ελεύθερων οι λογισμοί εκεί όπου
και ο Νόμος σαν πρωτόγινε της Πολιτείας προστάτης,
με το ρυθμό πρωτόγινε, κι ήταν κι αυτός τραγούδι.
[…]
Κι ακούστε! Πρέπει κι ο άνθρωπος, κάθε φορά που θέλει
να ξαναβρεί τα νιάτα του, να 'ρχεται στο ποτάμι
της Oμορφιάς να λούζεται.
Σ' όλα μπροστά τα ωραία
να στέκεται 
αδιαφόρευτα* και γκαρδιακά* να σκύβει
προσκυνητής, ερωτευτής, τραγουδιστής, διαβάτης.
Κι αφού όλων πάει ταξίματα και μεταλάβει απ' όλα,
πάλι και πάντα να γυρνά σ' εσένα μ' έναν ύμνο.
Μ' εσένα το ξανάνιωμα του κόσμου ν' αρχινάει,
του κόσμου το ξανάνιωμα μ' εσέ να παίρνει τέλος


Κ. Παλαμάς




Η Ακρόπολη των Αθηνών

 Οι πρώτες μαρτυρίες που αποδεικνύουν εγκατάσταση ανθρώπων χρονολογούνται από τη Νεολιθική εποχή. Λίγα θραύσματα αγγείων και μερικά απομεινάρια κατοικιών μαρτυρούν ότι η Ακρόπολη κατοικήθηκε αδιάκοπα από το 5000 π.Χ. και μετά.
Γύρω στα 1400 π.Χ. με το 1000 π.Χ. κτίσθηκε ένα ψηλό τείχος, με τεράστιους ογκόλιθους κι ένα παλάτι, στο σημείο όπου αργότερα ανεγέρθη το Ερεχθείο. 
Μέσα στο τείχος, που λεγόταν Πελασγικόν, υπήρχαν βωμοί, ιερά και μια πηγή, που ονομαζόταν Κλεψύδρα. Οι κάτοικοι της πόλης, που άρχισε να αναπτύσσεται κάτω από την Ακρόπολη, έβρισκαν καταφύγιο μέσα σ' αυτήν, όταν αντιμετώπιζαν εχθρικές επιδρομές.
Ο χαρακτήρας της αρχίζει να γίνεται έντονα θρησκευτικός, καθώς οι κάτοικοι των γύρω συνοικισμών θεωρούν πως το κοινό κέντρο της λατρείας πρέπει να τοποθετηθεί σ' αυτήν. Έτσι χτίζεται ο πρώτος ναός, αφιερωμένος στο μυθικό βασιλιά Ερεχθέα, το Ερεχθείο. Ο ναός αυτός χρησιμοποιεί τον πωρόλιθο σαν πρώτη ύλη και σήμερα σώζονται τα θεμέλια του.
Κατά τα μέσα του 7ου π.Χ. αι. χτίζεται το Εκατόμπεδο, που λεγόταν έτσι γιατί είχε μήκος 100 πόδια, στη θέση που αργότερα θα χτιστεί ο Παρθενώνας. Ο τύραννος Πεισίστρατος κτίζει ένα νέο Εκατόμπεδο στη θέση του παλιού, το 530, ενώ δίνει ώθηση και στη διακόσμηση της Ακροπόλεως, χτίζοντας ιερά και βωμούς σε θεούς, ημίθεους και ήρωες.
Όταν οι Αθηναίοι εγκαθίδρυσαν το δημοκρατικό πολίτευμα, άρχισαν να χτίζουν καινούργιους ναούς για να λαμπρύνουν την πόλη τους κι έτσι γκρέμισαν το Εκατόμπεδο για να χτίσουν τον πρώτο Παρθενώνα. Ο ναός δεν τελείωσε, γιατί το 480 π.Χ. οι Πέρσες κατέλαβαν την Αθήνα και έκαψαν την Ακρόπολη, καταστρέφοντας τα πάντα και λεηλατώντας αξιόλογα έργα τέχνης.
Οι Αθηναίοι , μόλις επέστρεψαν στην πόλη τους, άρχισαν να σχεδιάζουν την ανοικοδόμηση της Ακρόπολης, ενώ παράλληλα, για να ασφαλίσουν από μελλοντικές επιδρομές, οχύρωσαν τα Προπύλαια. Κατόπιν έθαψαν τα απομεινάρια της καταστρεπτικής μανίας των Περσών, σαν να έθαβαν νεκρούς και χρησιμοποίησαν κομμάτια από τα χαλάσματα σαν υλικό για τα καινούργια οικοδομήματα.
Αυτός που σύνδεσε το όνομα του με την κλασική μορφή του βράχου ήταν ο Περικλής, που με τη βοήθεια άξιων αρχιτεκτόνων , όπως του Ικτίνου και του Καλλικράτη και του αξεπέραστου γλύπτη Φειδία, δημιούργησε το σπουδαιότερο μνημείο της αρχαίας εποχής, ένα καλλιτεχνικό σύνολο που προξένησε το θαυμασμό των αρχαίων.
Χτίστηκε ο Παρθενώνας, που τελείωσε το 438 π.Χ.
Κατόπιν τα Προπύλαια που εγκαινιάστηκαν το 432, ενώ ο ναός της Απτέρου Νίκης, ένα μικρό κομψοτέχνημα που άρχισε να κτίζεται το 456, ολοκληρώθηκε το 425. 
Το τελευταίο κτίσμα που οικοδομήθηκε, μέσα στη δίνη του Πελοποννησιακού πολέμου, ήταν το Ερεχθείο
Αυτός ο ναός χτιζόταν από το 421 ως το 407. 
Το γεγονός ότι στη διάρκεια ενός φοβερού πολέμου, οι Αθηναίοι δεν σταμάτησαν να κτίζουν, αποδεικνύει τη σημασία που είχε γι' αυτούς το οικοδομικό πρόγραμμα της Ακρόπολης.




 Εκτός απ' αυτά, που ήταν τα σημαντικότερα κτίσματα, ο βράχος της Ακρόπολης περιέκλειε κι άλλα, όπως το "Βραυρώνειο", αφιερωμένο στην Άρτεμη και τη Χαλκοθήκη. Στις πλαγιές του εξάλλου κτίσθηκαν το Ωδείο, το Ασκληπιείο και το θέατρο του Διονύσου.
Συνέχεια, διάφοροι Μαικήνες, βασιλιάδες της Ελληνιστικής περιόδου και ρωμαίοι αυτοκράτορες έστελναν στον Ιερό βράχο διάφορα αφιερώματα, που όμως δεν μπορούν να συγκριθούν με τα αγάλματα της κλασικής περιόδου. Προς τιμή του αυτοκράτορα Αύγουστου και της Ρώμης χτίστηκε ένας κυκλικός ναός, ενώ μια μαρμάρινη σκάλα και η πύλη που χρησιμοποιείται και σήμερα για είσοδος φτιάχτηκαν αργότερα, και γύρω στα 180μ.Χ. κατασκεύασαν τα Μικρά Προπύλαια που οχυρώθηκαν.
Την εποχή του Μ. Κωνσταντίνου, η Ακρόπολη αρχίζει να παρακμάζει, καθώς η παλιά θρησκεία χάνει την αίγλη της. 

Ο θρησκευτικός της χαρακτήρας παραμένει όμως αναλλοίωτος, ο Παρθενώνας μετατρέπεται σε ναό της Παναγίας, τα Προπύλαια σε ναό των Ταξιαρχών και το Ερεχθείο σε ναό της Θεοτόκου. Την εποχή της Φραγκοκρατίας ο χώρος γίνεται τόπος κατοικίας των Φράγκων ηγεμόνων, τα Προπύλαια διαμορφώνονται σε ανάκτορα, ενώ σε κάποιο μέρος τους χτίστηκε ένας ψηλός τετράγωνος πύργος. Γενικά όμως η όψη της Ακρόπολης δεν υφίσταται αλλαγές.
Κι όταν οι Τούρκοι κατέλαβαν την Αθήνα, ο Παρθενώνας, όπως είναι φυσικό έγινε τζαμί. Οι Τούρκοι έχτισαν σπιτάκια πάνω στην Ακρόπολη και χρησιμοποίησαν διάφορα κτίρια της για αποθήκες πυρομαχικών.
 Το 1655, ένας κεραυνός τίναξε στον αέρα τα Προπύλαια, ενώ λίγο μετά γκρέμισαν το ναό της Απτέρου Νίκης για να φτιάξουν σ' αυτόν πολυβολείο.
Η μεγαλύτερη καταστροφή όμως έγινε το 1687, όταν ο βενετσιάνος Μοροζίνι, πολιορκούσε την Ακρόπολη. Μια οβίδα έπεσε στον Παρθενώνα, γκρεμίζοντας ένα μεγάλο μέρος του ναού.
 Κι ύστερα, όταν κατόρθωσε να καταλάβει το βράχο λεηλάτησε τους θησαυρούς, όπως είχαν κάνει πριν απ' αυτόν τόσοι άλλοι κατακτητές. Και το Ερεχθείο καταστρέφεται σιγά-σιγά, γιατί οι Τούρκοι χρησιμοποιούσαν τα μάρμαρα για να φτιάχνουν ασβέστη, που ήταν πρώτη ύλη στο χτίσιμο.











Οι καταστροφές συνεχίζονται και το 1800 ο Άγγλος Έλγιν, δωροδοκώντας τον Τούρκο διοικητή της Ακρόπολης, έκλεψε διάφορα γλυπτά τα οποία και μετέφερε στην πατρίδα του. 








Ευτυχώς μετά την απελευθέρωση υπήρξε διεθνές ενδιαφέρον για την προστασία και την αναστήλωση αυτού του μνημείου της ανθρωπότητας.
Οι Έλληνες αρχαιολόγοι άρχισαν πρώτοι τις ανασκαφές, ενώ παράλληλα ξεκαθάρισαν το τοπίο γκρεμίζοντας ότι δεν ανήκε στην κλασική και υστερότερη εποχή.





Ο Λουδοβίκος Ρος αναστήλωσε την Άπτερο Νίκη και από το 1874 άρχισε ένα ευρύ και αυστηρά επιστημονικό πρόγραμμα αποκατάστασης.

Το πρόγραμμα αυτό συνεχίζεται μέχρι σήμερα, ενώ ένα άλλο πρόβλημα είναι η ατμοσφαιρική ρύπανση, που διαβρώνει και καταστρέφει τα μάρμαρα σιγά-σιγά.


Πώς ήταν πραγματικά η Ακρόπολη;


Με τη βοήθεια της ψηφιακής τεχνολογίας ένα θαύμα ζωντανεύει:








Αν θες να μάθεις περισσότερα για την Ακρόπολη, μπορείς να παρακολουθήσεις την εκπληκτική παρουσίαση του δασκάλου Γρηγ. Ζερβού


Τρίτη 21 Ιανουαρίου 2014

Μονάδες μέτρησης μήκους




                        



Μέγεθος είναι κάθε ποσότητα που μπορεί να μετρηθεί.

Το μήκος, το εμβαδόν, ο όγκος, ο χρόνος, η ταχύτητα, η μάζα, η πυκνότητα, είναι φυσικά μεγέθη.

Mέτρηση ονομάζουμε τη διαδικασία σύγκρισης ομοειδών 

μεγεθών.

Για να μετρήσουμε ένα φυσικό μέγεθος, 

το συγκρίνουμε με

 άλλο ομοειδές, το οποίο 

ονομάζουμε μονάδα μέτρησης. 



Για να μετρήσουμε το μήκος ενός σώματος, το συγκρίνουμε με ορισμένο μήκος, το οποίο έπειτα από συμφωνία, θεωρούμε ως μονάδα μέτρησης, όπως για παράδειγμα είναι το 1μ.

Η διαδικασία της μέτρησης μπορεί να είναι εύκολη, όπως όταν μετράς το μήκος του θρανίου, ή δύσκολη, όπως η μέτρηση της απόστασης των πλανητών από τον ήλιο.


  Η βασική μονάδα μέτρησης του μήκους είναι το μέτρο (meter).

 Το όνομά του προέρχεται από την ελληνική λέξη μετρώ και παριστάνεται διεθνώς με το γράμμα m.





 



Για να εξασφαλίσουμε ότι το 1 μέτρο

θα αντιστοιχεί στο ίδιο μήκος για όλους 

τους ανθρώπους, κατασκευάσαμε 

ως πρότυπο μια ράβδο από ιριδιούχο 

λευκόχρυσο και χαράξαμε πάνω σε 

αυτή δυο εγκοπές. 

Την απόσταση μεταξύ των δυο εγκοπών 

την ονομάσαμε 1 μέτρο.



Αυτό το πρότυπο μέτρο φυλάσσεται στο

 Μουσείο Μέτρων και Σταθμών που 

βρίσκεται στις Σέβρες κοντά στο Παρίσι.

    





Όργανα μέτρησης του μήκους

Όταν πρόκειται να μετρήσουμε το μήκος πρέπει να επιλέξουμε εκείνο το όργανο μέτρησης το οποίο είναι κατάλληλο να μετρήσει το μήκος αυτό και να δώσει την μεγαλύτερη ακρίβεια στη μέτρησή μας.

Όταν θέλουμε να μετρήσουμε το μήκος ενός βιβλίου χρησιμοποιούμε  το υποδεκάμετρο
(χάρακας ή βαθμολογημένος κανόνας).

Όταν θέλουμε να μετρήσουμε την απόσταση στην οποία ένας  αθλητής έριξε τη σφαίρα ή το ακόντιο χρησιμοποιούμε τη μετροταινία.

Όταν επιθυμούμε να μετρήσουμε τη διάμετρο ενός σύρματος, χρησιμοποιούμε το  διαστημόμετρο ή μικρόμετρο.







Μικρόμετρο


ΘΥΜΙΣΟΥ






























                       



Να και μια πολύ ενδιαφέρουσα παρουσίαση





και μια πρακτική εφαρμογή


View more presentations or Upload your own.









και μια πρακτική εφαρμογή